ανδροπρέπεια

ανδροπρέπεια
η
η ιδιότητα τού ανδροπρεπούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανδροπρεπής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ.  ουδ. ή, επίρρ. ώς, αυτός που αρμόζει σε άντρα: Η στάση του αναμφισβήτητα υπήρξε ανδροπρεπής. Oυσ. ανδροπρέπεια, η: Δεν έδειξε καθόλου ανδροπρέπεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”